- χρηστήρ
- χρηστήρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που δίνει χρησμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. τήρ*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. χρή)] … Dictionary of Greek
χρηστῆρος — χρηστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χρηστήρ, με επίθημα τωρ (πρβλ. οἰκη τήρ: οἰκή τωρ)] … Dictionary of Greek